- βραδύπλους
- ους , ουν медленно плывущий (р пароходе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδύπλους — ουν αυτός που πλέει αργά, ο αργοτάξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πλους < πλους < πλέω. Η λ. στο ουδ. βραδύπλουν (πλοίον) μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek